χήρεψη
Смотреть что такое "χήρεψη" в других словарях:
χήρεψη — η, Ν χηρεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήρευσις (πρβλ. δούλεψη: δούλευσις)] … Dictionary of Greek
χήρεψη — η χηρεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χηρεία — η 1. το να είναι κανείς χήρος, η κατάσταση του χήρου ή της χήρας, η χήρεψη: Είναι σε χηρεία. 2. σε υπουργήματα, αξιώματα, θέσεις, το να χηρεύει κάτι ή το να παραμένει κενή κάποια θέση ή αξίωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)